επίσχεση

Επίσχεση

Ως επίσχεση ούρων ονομάζεται η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει, ενώ έχει έντονη επιθυμία. Συνήθως συμβαίνει σε άνδρες και οι αιτίες μπορεί να είναι η υπερπλασία του προστάτη , κάποια φλεγμονή του προστάτη ή κάποιο στένωμα στην ουρήθρα. Μπορεί να υπάρξει με δύο μορφές, την οξεία και τη χρόνια επίσχεση ούρων.

Κατά την οξεία επίσχεση υπάρχει αδυναμία κένωσης της κύστης η οποία είναι τέλεια -πλήρης. Στην χρόνια επίσχεση τα ούρα παραμένουν εντός της ουροδόχου κύστης και μετά την ούρηση, δεν ολοκληρώνεται δηλαδή η κένωση της κύστης και η επίσχεση των ούρων χαρακτηρίζεται ως ατελής. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της χρόνιας και ατελούς επίσχεσης των ούρων αποτελεί το υπολειπόμενο ποσό των ούρων, το υπόλειμμα ή residual κατά την ξένη ορολογία.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Παθήσεις που επηρεάζουν την ούρηση και δημιουργούν επίσχεση .

Η οξεία επίσχεση ούρων μπορεί να προκύψει με αφορμή κάποιον εκλυτικό παράγοντα ή και χωρίς την παρουσία αυτού.

Ως εκλυτικοί παράγοντες μπορεί να δράσουν:

  • Οι χειρουργικές επεμβάσεις με γενική ή περιοχική αναισθησία,
  • Υπερτροφία προστάτη.
  • Απόφραξη αυχένα κύστης ή ουρήθρας.
  • Τραύματα ουρήθρας.
  • Πάθηση νευρικού συστήματος.
  • Οξεία προστατίτιδα.
  • Η χορήγηση συμπαθομιμητικών,
  • Αντιχολινεργικών φαρμάκων,
  • Οι ουρολοιμώξεις,
  • Η κατανάλωση αλκοόλ και η υπερβολική κατανάλωση υγρών.

 Ο διαχωρισμός αυτός όσον αφορά την αιτιολογία έχει κλινική σημασία, καθότι έχει βρεθεί ότι η οξεία επίσχεση ούρων χωρίς ύπαρξη εκλυτικού παράγοντα οδηγεί σε χειρουργείο το 75% των ασθενών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό όταν η επίσχεση πυροδοτείται από κάποιον εκλυτικό παράγοντα κατέρχεται σε 26%.

Η διάγνωση είναι εύκολη και στηρίζεται στα εξής κλινικά σημεία: 

  • Aφόρητη επιθυμία για ούρηση.
  • Έντονος πόνος  στο υπογάστριο.
  • Κύστη σκληρή, διογκωμένη κατά την ψηλάφηση.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η οξεία επίσχεση ούρων αποτελεί επείγον ουρολογικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί άμεση παρέμβαση. Διάφορα ερωτήματα αναφορικά με την αρχική αντιμετώπισή της χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και ανάλυσης, όπως ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος εκκένωσης της ουροδόχου κύστεως, ποια είναι η χρησιμότητα της φαρμακευτικής αγωγής, ποια είναι η κατάλληλη διάρκεια καθετηριασμού και ποια είναι η πιο κατάλληλη θεραπευτική τακτική μετά από αυτόν.

Η αντιμετώπιση γίνεται  με καθετηριασμό της κύστης (απλή κένωση ή μόνιμη παροχέτευση της κύστης).

Στην οξεία επίσχεση το ποσό των ούρων μέσα στην κύστη είναι συνήθως 500–700 ml και αρκεί ένας καθετηριασμός αυτής για να ανακουφίσει τον ασθενή.

Όταν η εισαγωγή του ουροκαθετήρα δεν είναι δυνατή (π.χ. λόγω στενωμάτων) τότε επιβάλλεται να γίνει υπερηβικός καθετηριασμός της κύστης από ειδικό ουρολόγο.